Η άλλη όψη…
Στον Μεσαίωνα του 21ου Αιώνα
Γράφει ο Ανδρέας Χριστόπουλος, εκδότης – συγγραφέας.
Ο παλιός κόσμος καταρρέει. Οι δυο πυλώνες που τον στήριζαν επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια, λυγίζουν από την φθορά και την απαξίωση. Η κοινωνία των ανθρώπων βασίστηκε στη Θρησκεία και τη Δημοκρατία. Η Θρησκεία όριζε τους κανόνες στο άμεσο στενό περιβάλλον των ανθρώπων. Η Δημοκρατία τους κανόνες στο σύνολο της κοινωνίας.
Με αυτούς του δυο πυλώνες, ο άνθρωπος εξασφάλιζε τη συνύπαρξη και την κοινή του πορεία, αφού επινόησε σημαντικούς ρόλους, επιβάλλοντας την τόσο αναγκαία ιεραρχία στην κοινωνική διάρθρωση. Ο πατέρας, η μητέρα, η οικογένεια, ο εκλεγμένος εκπρόσωπος της μικρής ή μεγάλης εξουσίας ήσαν αναγκαίοι ρόλοι για τη μακρά πορεία συνεννόησης του ανθρώπου, ρόλοι που όλοι έπρεπε να σέβονται, να πιστέψουν ή να αποδεχθούν.
Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά, οι θρησκείες πείθουν όλο και λιγότερο για όσα πρεσβεύουν. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι εγκαταλείπουν την οικογένεια και ζουν μόνοι, να ένα παράδειγμα. Και η λεγόμενη αντιπροσωπευτική δημοκρατία που πρωτοεμφανίστηκε στην Αρχαία Ελλάδα και εδραιώθηκε με τον Διαφωτισμό, (όταν η μεταβιβαζόμενη εξουσία έδωσε σιγά – σιγά τη θέση της στους εκλεγμένους και έδωσε σε κάθε άνθρωπο ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση ή τον πλούτο του, μια ψήφο δύναμης), σήμερα έχει καταντήσει να μην εκφράζει τίποτε. Αναποτελεσματικές κυβερνήσεις μειοψηφίας και αδιάφοροι πολίτες που ούτε καν ψηφίζουν είναι η εικόνα παντού.
Σε αυτή τη νέα εποχή, χωρίς ρόλους και κανόνες, προστέθηκε η περιθωριοποίηση της σκέψης. Στη θέση της οι άνθρωποι έβαλαν την απληστία για το χρήμα. Αποτέλεσμα η κοινωνία να περιγράφεται από την αδικία, την κοινωνική ανισότητα, τον ατομικισμό, την παθητικότητα και την σαρωτική έλλειψη παιδείας. Ο άνθρωπος δεν έχει σε τι να πιστέψει, ούτε πού να στηριχθεί, κυρίως δεν μπορεί να καταλάβει.
Η κατάρρευση του παλιού κόσμου ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Τότε, πολλοί πίστεψαν πως τα κινήματα των νέων, των γυναικών, των μειονοτήτων θα ήσαν η απαρχή μιας νέας εποχής για την ανθρώπινη κοινωνία. Ελάχιστοι καταλάβαιναν ότι όλα αυτά τα κινήματα δεν ήσαν παρά οι τελευταίες αναλαμπές μιας μακράς περιόδου της ανθρώπινης ιστορίας που ξεκινούσε ως πνευματικό κίνημα από τον δέκατο έβδομο αιώνα, την εποχή του Διαφωτισμού, αλλά στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 τελείωνε οριστικά.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και μέχρι σήμερα, ζούμε μια συγκλονιστική περίοδο αποσύνθεσης. Οι κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις δεν υπάρχουν πια. Πολιτικά, οι όροι Δεξιά και Αριστερά δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα. Όλα τα κόμματα λένε και πράττουν ακριβώς τα ίδια, δεν υπάρχουν μεταξύ τους διαφωνίες ούτε αντικρουόμενες ιδεολογίες στην όποια πολιτική τους δράση. Η Δημοκρατία δεν λειτουργεί, αφού δεν υπάρχουν οράματα, στόχοι και αξίες να διεκδικηθούν ή να υπηρετηθούν.
Κι όμως. Λίγο πιο πίσω, τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60, οι άνθρωποι έτρεχαν στα βιβλιοπωλεία για να αναζητήσουν τις σκέψεις του Καμύ, του Σατρ, του Μερλώ, του Χάιντεγγερ, του Χούσερλ, του Ποντύ. Πάνω στα ερείπια του πολέμου οι άνθρωποι έθεταν υπαρξιακά ερωτήματα ακόμα και στο θέατρο με Ιονέσκο και Μπέκετ ή στο σινεμά με Φελίνι και Αντονιόνι.
Η φιλοσοφία, η λογοτεχνία, το θέατρο, η έκφραση της σκέψης σε κάθε δυνατή μορφή, ήσαν στην προθήκη της ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να θεωρούν τη σκέψη ως το μεγάλο τους όπλο για μια σπουδαία και γεμάτη ουσία καθημερινότητα. Κατά μια έννοια συνέχιζαν αυτό που είχαν ξεκινήσει ο Πλάτωνας ή ο Αριστοτέλης, έψαχναν δηλαδή το βαθύτερο νόημα αυτής της τόσο σύντομης ανθρώπινης ζωής.
Από τα τέλη του ‘70 και μετά όλα τα παραπάνω εξαφανίστηκαν λες και κάποιο αόρατο χέρι φρόντισε γι’ αυτό. Οι άνθρωποι όχι μόνο δεν γνωρίζουν τι πρέσβευαν εκείνα τα σπουδαία φιλοσοφικά ρεύματα, δεν ενθυμούνται καν ούτε τα ονόματά των εκφραστών τους.
Σήμερα, κανείς δεν υπερασπίζεται ούτε μνημονεύει κάτι από τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του παρελθόντος. Η μόνη αξία που εμφανίζεται στην ανθρώπινη κοινωνία τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια είναι το χρήμα, η συσσώρευση του οποίου στηρίζεται σε μια αέναη απληστία. Όσα κι αν έχεις, (πρέπει να) προσπαθείς για περισσότερα με κάθε τρόπο και πάντα με την ίδια μέθοδο, κατά την οποία οι λίγοι ξεγελούν τους πολλούς, κλέβοντάς τους τις οικονομίες.