Από τις αναμνήσεις ενός κτηνιάτρου
Ο Αράπης, το άγριο τσομπανόσκυλο
Γράφει ο Χριστόφορος Παλαμίδης, Σέρρες 20-3-2018, c.palamidis@yahoo.gr
Χειμώνας 1984 επέστρεφα στις Σέρρες με το PONY από το Κτηνιατρείο Αλιστράτης και πριν τη Μεσοράχη αντιλαμβάνομαι ότι με ακολουθεί ένα αγροτικό. Κατάλαβα ότι είναι κάποιος από τους κτηνοτρόφους που όταν τελείωνε το ωράριό μου αποφάσιζαν να καλέσουν τον κτηνίατρο, γι’ αυτό επιτάχυνα μπας και τον αποφύγω. Το ίδιο όμως έκανε κι αυτός κορνάροντας και αναβοσβήνοντας τα φώτα, δηλαδή φαινόταν αποφασισμένος να με συναντήσει πάση θυσία.
Ο δρόμος ήταν επικίνδυνος με απότομες στροφές και φοβήθηκα μη γίνει κανένα ατύχημα γι’ αυτό άναψα φλας, βρήκα ένα μέρος και σταμάτησα.
Μέσα από το αγροτικό πετάγονται βιαστικά δύο νταγλαράδες που έρχονται προς εμένα.
-Του σκλί του Τσιγκουδ ου Αράπς δάγκασι του γιο του τσουμπάν , που πήγι να τουν διει, μου λέει ο ένας λαχανιασμένος, σαν να με κυνηγούσε με τα πόδια.
Σήκωσα τους ώμους μου δείχνοντας πως δεν κατάλαβα τι ήθελε να πει, οπότε ο άλλος σπεύδει να μεταφράσει.
-Το σκυλί του Τσιγκούδη, ο Αράπης, δάγκωσε το γιό του τσομπάνου που πήγε να τον δει.
-Εντάξει! Να τον πάτε στο νοσοκομείο και να δέσετε το σκυλί να έρθω αύριο το πρωί να το δω, τους είπα, ελπίζοντας πως έτσι εύκολα θα γλίτωνα.
-Τον πήγαμε και μας είπαν να πάμε το σκυλί στον κτηνίατρο μήπως είναι λυσσάρικο απαντούν ταυτόχρονα.
Προσπάθησα να τους πείσω αλλά αυτοί όλο και αγρίευαν. Το μέγεθος του σώματός τους μείωνε τη διαπραγματευτική μου ικανότητα και προκειμένου να με πάρουν σηκωτό, τους είπα να πάνε μπροστά και τους ακολουθώ.
Με πήγαν προς το χωριό Μανδήλι, ανεβαίνοντας στο βουνό από ένα χωματόδρομο σε μια χαράδρα. Τους ακολουθούσα από απόσταση ασφαλείας γιατί στην καρότσα υπήρχαν κάτι άδεια μεταλλικά καρδάρια από γάλα που χοροπηδούσαν στις λακκούβες και ήταν έτοιμα να πηδήξουν έξω. Τελικά φθάσαμε σε ένα ίσιωμα πριν το χωριό, όπου σταματήσαμε και βγήκαμε από τα αυτοκίνητα.
-Πού είναι το σκυλί ρε παιδιά; τους λέω.
-Μαζί με το κοπάδι όπου να ‘ ναι έρχονται.
Ωχ! κατάλαβα, θα μας πιάσει το βράδυ σκέφτηκα και αρπάζω τη φρατζόλα με το ψωμί που είχα πάρει από τον φούρνο για να «πνίξω» τη λιγούρα μου.
Την ώρα που περιμέναμε τους έλεγα, ότι τα τσομπανόσκυλα τα αντιμετωπίζω με ένα λαρυγγισμό «Ούουου» και κατευθείαν βάζουν την ουρά στα σκέλια και υποχωρούν. Με άκουγαν με ενδιαφέρον, αλλά δεν φαίνονταν να τους είχα πείσει.
Κάποια στιγμή επιτέλους, ακούστηκαν τα κουδούνια και αμέσως έτρεξαν οι δυο τους να μπουν στο αγροτικό, παροτρύνοντας και εμένα να κάνω το ίδιο. Εγώ βέβαια αρνήθηκα, ωστόσο περιμένοντας τα ζώα είπα, για καλό και για κακό ας αφήσω ανοιχτή την πόρτα από το τζιπάκι.
Έτσι λοιπόν αυτοί περίμεναν να δουν στην πράξη πώς αντιμετωπίζω τα άγρια σκυλιά με τη μέθοδο που ήξερα, ενώ εγώ τους έβλεπα με απορία και αναρωτιόμουνα , πώς γίνεται ολόκληροι άντρες να φοβούνται τόσο πολύ τα τσομπανόσκυλα.
Ο ήχος από τα κουδουνίσματα ακούγονταν όλο και πιο δυνατά και κάποια στιγμή, πριν ακόμη εμφανιστεί το γκεσέμι (τράγος που οδηγεί το κοπάδι), βλέπω έναν τεράστιο μαύρο σκύλο να έρχεται προς το μέρος μου.
-Ούουου! κάνω, τίποτα.
-Ούουου! ξανακάνω, πάλι τίποτα.
Τρίτη φορά δεν πρόλαβα, γιατί ήδη με είχε πλησιάσει τόσο και το μόνο που πρόλαβα ήταν να κάνω βουτιά μέσα στο τζίπ, με μοναδική απώλεια το παπούτσι που μου άρπαξε από την άκρη του ποδιού, που περίσσεψε έξω από την πόρτα.
Αμέσως μετά άρχισε να γυρνάει γύρω από το αυτοκίνητο και να δαγκώνει τα λάστιχα, μέχρι που ήρθε ο τσομπάνος και το ηρέμησε.
Την ώρα που έπαιρνα το ιστορικό από τον τσομπάνο για να συσχετίσω τη συμπεριφορά του σκύλου με ενδεχόμενη λύσσα, ακούγονταν οι άλλοι από το ανοιχτό παράθυρο του αγροτικού που είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια .
Του είπα ότι η νομοθεσία προβλέπει να το ξαναδώ ακόμη δύο φορές ανά εβδομάδα και συμφωνήσαμε, σ΄ αυτό το διάστημα να είναι δεμένο με αλυσίδα στο μαντρί που ήταν στην άκρη του χωριού.
Μετά από μια εβδομάδα πήγα στο Μαντήλι, στο μικρό καφενείο στην πλατεία του χωριού να πιω έναν καφέ, μέχρι να έρθει η ώρα του ραντεβού μας όταν θα είχαν τελειώσει το άρμεγμα.
Εκεί έπιασα κουβέντα με κάποιους ανθρώπους του χωριού και με ρώτησαν για ποιο λόγο βρισκόμουν εκεί.
-Ήρθα για το σκυλί του Τσιγκούδη που δάγκωσε ….
Αυτόματα σταμάτησαν οι ομιλίες και στράφηκαν όλοι προς εμένα. Μετά από κάποια δευτερόλεπτα νεκρικής σιγής ανασηκώνει ένας το παντελόνι και μου λέει δείχνοντας τη γάμπα του:
-Κοίτα, το σημάδι αυτό είναι από τον Αράπη.
Ένας άλλος, δαγκωμένος και αυτός, άρχισε να αφηγείται μία ιστορία, πως κάποτε περιέφεραν τον επιτάφιο εκεί κοντά στο μαντρί του Τσιγκούδη και ξαφνικά εμφανίστηκε ο Αράπης που μπήκε στον κόσμο και άρχισε να κυνηγάει τον παπά και τους ψάλτες. Παράτησαν τον επιτάφιο και όπου φύγει-φύγει. Οι άλλοι που άκουγαν συμφωνούσαν και συμπλήρωναν τις λεπτομέρειες.
Ήταν εκεί και ένας ηλικιωμένος αγροφύλακας από το χωριό Σκοπιά που κρατούσε μία γκλίτσα και προθυμοποιήθηκε να με συνοδεύσει . Δεν ήθελα να τον βάλω σε κόπο και του είπα ότι συμφωνήσαμε να το έχουν δεμένο με αλυσίδα, αλλά ο άνθρωπος δεν φάνηκε να πείστηκε για την ασφάλειά μου και ήρθε μαζί μου.
Πηγαίναμε σιγά-σιγά με τα πόδια προς το μαντρί και κάποια στιγμή ακούγονται γαυγίσματα. Κατάλαβα ότι φτάνουμε αλλά δεν ανησύχησα γιατί είχα δώσει ρητή εντολή «ο σκύλος να είναι δεμένος με αλυσίδα».
Πράγματι ήταν δεμένος, έτσι όπως είχαμε συμφωνήσει. Ο σκύλος γάβγιζε και έπαιρνε φόρα να έρθει προς το μέρος μας, τεντώνοντας την αλυσίδα που κατά τη γνώμη μου δεν υπήρχε περίπτωση να κοπεί. Εκείνο που δεν είχα υπολογίσει – ο αστάθμητος παράγοντας που λένε- ήταν η αντοχή που είχε το λουρί στο λαιμό του, το οποίο δεν άντεξε και κόπηκε, οπότε ο σκύλος ελεύθερος από τα δεσμά του έρχεται προς τα επάνω μας. Υπήρχε βέβαια κάποια περίφραξη από συρματόπλεγμα, αλλά μέχρι να σκεφτώ αν θα μπορούσε να τον κρατήσει είχε ήδη βρει μια τρύπα και ερχόταν βολίδα κατά πάνω μας.
Χριστόφορε! σκέφτηκα, εδώ θα πρέπει να δώσεις μάχη με τον Κέρβερο, θα τα παίξεις όλα για όλα. Οπισθοχώρηση και τρέξιμο σήμαινε ότι σίγουρα θα με άρπαζε από το πόδι και θα αφαιρούσε κομμάτι. Επίθεση λοιπόν, «αέρα!!!»… και ο Θεός βοηθός.
Η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο, ξυπνούν τα αρχέγονά ένστικτα, του ζώου που κρύβονταν μέσα μου και βρίσκονταν σε κίνδυνο και κάνω επίθεση φωνάζοντας «Ούουου» με σκοπό να τον πιάσω από τον λαιμό.
Ο σκύλος παραξενεύεται με τη συμπεριφορά μου και οπισθοχωρεί απορώντας πώς γίνεται να άλλαξαν οι ρόλοι και από επιτιθέμενος να γίνεται αμυνόμενος, αλλά αμέσως συνέρχεται και πάει να ξαναεπιτεθεί, οπότε ξανά βγάζω κραυγή και αρχίζω να τον κυνηγώ μέχρι που μπήκε μέσα από την περίφραξη.
Εν τω μεταξύ όλα έγιναν τόσο γρήγορα που ο αγροφύλακας δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Όταν τον πλησίασα ήταν λαχανιασμένος, κρατώντας την γκλίτσα χωρίς να έχει κάνει την παραμικρή κίνηση, ενώ εγώ θα πρέπει να ήμουνα κίτρινος από το φόβο μου.
-Φοβήθηκες γιατρέ! μου λέει.
-Καλά το κατάλαβες! Γιατί εσύ δε φοβήθηκες;
-Και εγώ φοβήθηκα! αλλά για να σου πω την αλήθεια, εσένα σε φοβήθηκα περισσότερο. Πώς έκανες έτσι ρε γιατρέ;
-Αν έβλεπες και συ το συνάδελφό μου στη Βόνιτσα που τον είχε δαγκώσει τσομπανόσκυλο και τραβιόταν στα νοσοκομεία έτσι θα έκανες .
Πήρα τηλέφωνο στον Τσιγκούδη που ήταν ο ιδιοκτήτης, ο οποίος δούλευε στη Δράμα και του είπα να δέσει το σκύλο του γιατί αν ξαναδαγκώσει άνθρωπο θα του κάνω μήνυση.
-Μα τι να τον κάνω δεμένο; μου απαντάει. Στο χωριό κατεβαίνουν λύκοι και κάνουν ζημιές, μόνον αυτός τα βάζει μαζί τους.
– Και τι να κάνουμε ρε Τσιγκούδη του λέω θυμωμένος, αυτός έχει δαγκώσει το μισό χωριό.
Μου υποσχέθηκε ότι θα κάνει κάτι και δεν με απασχόλησαν ξανά, μέχρι που με πήραν ένα τηλέφωνο από το Μαντήλι και μου είπαν ότι έριξαν δηλητήριο για τις αλεπούδες και ψόφησαν τα τσομπανόσκυλα εκτός από ένα σκυλί του Τσιγκούδη, που έπρεπε να πάω να το σώσω.
Πήγα λοιπόν και είδα το μοναδικό σκυλί που γλίτωσε από τις φόλες και ήταν ο Αράπης. Είχε όμως τα μαύρα του τα χάλια. Τέζα κάτω, το μόνο που έκανε ήταν να ανοίξει το ένα του μάτι και να με δει. Δεν ξέρω στην κατάσταση που ήταν αν κατάλαβε ποιος ήμουν, πάντως μέχρι που έφυγα το μάτι του παρέμεινε ανοιχτό.
Τους είπα χαιρέκακα ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, διότι το δηλητήριο την έχει κάνει τη ζημιά, τους χαιρέτησα και τους ευχήθηκα να είναι καλά να τον θυμούνται.
Επιτέλους! είπα από μέσα μου, καιρός ήταν να γλιτώσει το χωριό από τα δαγκώματα.
Μετά από δύο εβδομάδες κάποιος από το χωριό με πληροφόρησε ανεπίσημα ότι ο Αράπης δάγκωσε κάποιον στο χωριό. Λάθος κάνεις του είπα, διότι ο συγκεκριμένος σκύλος αποτελεί παρελθόν, πάει συγχωρέθηκε… Αυτός επέμενε, και τελικά είχε δίκαιο. Όπως λέει η παροιμία «Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει».
Επίλογος. Τα γίδια τα κατέβασαν στον κάμπο της Λευκοθέας για να βοσκήσουν στις καλαμιές από τα θερισμένα σιτηρά. Περνώντας από εκεί κοντά το τραίνο ο σκύλος θεώρησε ότι κινδυνεύει το κοπάδι και είχε το θράσος ο αθεόφοβος, να πάρει στο κυνήγι ολόκληρο τραίνο. Τελικά βρέθηκε κάτω από τις ρόδες του και τον πάτησε. Έτσι έκλεισε ο φάκελος «Αράπης», που άφησε εποχή στο Μαντήλι και αποτελεί ένα γεγονός της νεότερης ιστορίας του χωριού.