Πρώτη παρουσίαση, βιβλιοπωλείο PUBLIC στις 5 Δεκεμβρίου, ώρα 7.00 μμ
Ο συγγραφέας Βασίλης Τζανακάρης για το καινούργιο του βιβλίο: Ένα παιδί μετράει κεφάλια
Στις 5 Δεκεμβρίου στο βιβλιοπωλείο Public θα γίνει η πρώτη παρουσίαση του καινούργιου βιβλίου, το 28ο στη σειρά, του Σερραίου συγγραφέα Βασίλη Τζανακάρη, «Ένα παιδί μετράει κεφάλια», από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. Πρόκειται για ιστορίες από την εποχή του Εμφύλιου και όχι μόνο, καλογραμμένες, ιστορικά ενδιαφέρουσες και συγκινητικές. Μια ιχνηλάτιση της προσωπικής διαδρομής του συγγραφέα και των γεγονότων που τον σημάδεψαν σε 27 βιωματικά αφηγήματα και διηγήματα.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν η καθηγήτρια φιλολογίας Σωτηρία Πάνου, η δημοσιογράφος Αριάδνη Παπαφωτίου και ο μουσικοσυνθέτης Λευτέρης Πασιάς, ενώ την εκδήλωση θα συντονίσει ο συγγραφέας Τάσος Χανλίογλου και ο συγγραφέας θα απαντήσει σε ερωτήσεις του κοινού και θα διαβάσει αποσπάσματα.
Αναφερόμενος στο βιβλίο του ο συγγραφέας μας είπε:
Πρόκειται για είκοσι επτά αφηγηματικά κείμενα γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, με συνεκτικό κρίκο το τραύμα και την απώλεια όπου τα ίχνη της μυθοπλασίας και το μυθιστορηματικό τους ύφος θέλω να πιστεύω ότι πετυχαίνουν τη βαθύτερη κατανόηση και σύνδεση του αναγνώστη με την ιστορία με τους αθέατους αλλά και περιώνυμους πρωταγωνιστές της
Ως παιδί βίωσα μια σειρά από γεγονότα που συνέβησαν στην πόλη όπου έζησα αλλά και σ΄ εμένα προσωπικά, Ήταν γεγονότα που με σημάδεψαν και που νομίζω ότι έπρεπε να τα καταγράψω με τη μορφή μιας σειρά βιωματικών αφηγημάτων ή και διηγημάτων, στα οποία τα ίχνη της μυθοπλασίας στα οποία αναφέρθηκα δεν αποτελούν το κεντρικό σημείο αναφοράς τους αλλά βοηθούν στην όσο το δυνατόν καλύτερη κατανόησή τους. Όπως η ιστορία που δάνεισε τον τίτλο του βιβλίου, με την εικόνα των κομμένων κεφαλιών ανταρτών τοποθετημένων στο πλέον κεντρικό σημείο της πόλης μας, που μου έμεινε ανεξίτηλα αποτυπωμένη στην παιδική μου μνήμη, καθώς αυτή και μόνο αυτή μπορούσε να καταγράψει με ιδιαίτερα οδυνηρό τρόπο το βιωματικό εκείνο γεγονός που εντάσσεται και σε ένα γενικότερο ιστορικό πλαίσιο, σε αυτό της εποχής του Εμφυλίου, και που ήταν κάτι σαν την αρχαία ύβρη.
Γι΄ αυτό μπορώ να πω αβίαστα ότι οι βιωματικές αυτές αφηγήσεις είναι μια εσωτερική συνάντηση με τον εαυτό μου, η ιχνηλάτηση μιας προσωπικής διαδρομής και αναζήτησης, με ιδιαίτερα εμφανές το στοιχείο της απώλειας. Όπως και τα γεγονότα της αφήγησής μου στο «Πάσχα αγιάζον πιστούς», για τον νεαρό Προβατάρη και το ανατριχιαστικό του τέλος, που δεν είναι άλλο παρά μια ιστορική πτυχή του Εμφυλίου, τις λεπτομέρειες της οποίας διασταύρωσα από πληροφορίες ανθρώπων της εποχής που τα έζησαν και τα γνώρισαν, όπως θα λέγαμε από πρώτο χέρι και με την ανεύρεση της απόφασης του εκτάκτου Στρατοδικείου που λειτουργούσε εκείνη την εποχή στα Σέρρας καθώς και τα λόγια και τον τρόπο που μου τα αφηγήθηκε ο ταξιτζής που μετέφερε τη μητέρα του νεαρού Προβατάρη στον τόπο της εκτέλεσής της.
Τα γεγονότα της στρατιωτικής μου θητείας θα έλεγα πως εντάσσονται σε μια σειρά αφηγήσεις που τις βίωσα στα χρόνια της Χούντας, υπηρετώντας σε μια επίλεκτη μονάδα που ύστερα από ενάμιση περίπου χρόνο θα ήταν εκείνη που θα συμμετείχε στην εισβολή στο Πολυτεχνείο. Ειδικά για το τμήμα αυτό του στρατού στο οποίο υπηρέτησα είχα άλλου είδους αντιλήψεις και όταν μου δόθηκε η ευκαιρία στην Καλαμάτα, την άνοιξη του 1970, έσπευσα να καταταχτώ σ΄ αυτό εθελοντικά. Έτσι μπόρεσα να δω από μέσα τα όσα συνέβαιναν από ορισμένους που η ξαφνική εξουσία τούς πρόσφερε μια ευκαιρία για πρωτοφανούς εύρους βαρβαρότητα, την οποία αρκετοί έσπευσαν να την υπηρετήσουν πιστά και χωρίς αναστολές.
Για τα άλλα αφηγήματά του βιβλίου έχω να πω τα εξής:
Την Θεσσαλονίκη είχα την τύχη να τη ζήσω ως μαθητής στο τέλος της δεκαετίας του ΄50 και στις αρχές του ΄60, όταν ακόμη η οδός Αγίου Δημητρίου ήταν στρωμένη με κυβόλιθους, το Γεντί Κουλέ βάραινε αρχαγγελικά από την κορυφή της φορτωμένο με εκατοντάδες καταδικασμένους, ο ίσκιος του Δράκου διαγραφόταν ολοένα πιο εφιαλτικά στις γειτονιές της και οι παρακρατικοί της δεξιάς χτυπούσαν κάρτα στα κεντρικά γραφεία της Γενικής Ασφάλειας, η οποία υπήρξε το καθοδηγητικό τους όργανο.
Οι αφηγήσεις μου για τους ληστές είναι εμπνευσμένες από μια πολύχρονη έρευνα στη διάρκεια της οποίας συνάντησα και κουβέντιασα πάλι και πάλι με πολλούς αυτόπτες μάρτυρες εκείνων γεγονότων ενώ ταυτόχρονα επισκέφθηκα πάμπολλους τόπους της αιματηρής τους δράσης καταφέρνοντας με όλα αυτά αλλά και με ένα πλήθος πληροφορίες από εφημερίδες της εποχής που κατέγραφαν την καθημερινή τους δράση να ταξιδέψω αρκετά χρόνια πίσω, σε μια Ελλάδα άγρια και αιματηρή, που θύμιζε μια άλλη Αμερικάνικη Δύση, όπου τον πρώτο λόγο είχαν τα όπλα, οι φόνοι και οι απαγωγές. Με το «ταξίδι» μου αυτό να έχει ως αποτέλεσμα τα σχετικά ογκώδη βιβλία μου.
Τέλος η αφήγηση για τους δίσκους του Μίκη Θεοδωράκη που έφερα από την Κύπρο καθώς και η αφήγηση για την εφημερίδα «Βέλος» είναι, όπως και πολλές άλλες, πέρα για πέρα αληθινές, όπως αληθινά είναι τα πρόσωπα αλλά και όσα γράφω για την γιαγιά μου την Ευθαλία, τις θείες μου Φωτεινή και Ευαγγελία, την Μαρικάρα, τις ραδιοφωνικές μου ιστορίες, εκείνη με το πειθαρχικό συμβούλιο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, καθώς και τα συμβάντα των μαθητικών και φοιτητικών μου χρόνων. Όπως πραγματική είναι και η συνάντησή μου με την «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια», την πρωταγωνίστρια του ομώνυμου βιβλίου του Στρατή Μυριβήλη, την Στέλλα Ιωάννου και τα όσα άκουσα και κουβέντιασα μαζί της.