9 Φεβρουαρίου: Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας
Γράφει η Φωτεινή Κ. Σίμογλου, Εκπαιδευτικός Γαλλικής Γλώσσας, Μ.ed.
Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική·
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου
στις αμμουδιές του Ομήρου.
Οδ. Ελύτης
Στις 9 Φεβρουαρίου, Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας, έχουμε μια ευκαιρία – και μια υποχρέωση – να στρέψουμε το βλέμμα μας στη γλώσσα που αποτελεί θεμέλιο του πολιτισμού μας. Μια γλώσσα που ταξίδεψε μέσα στους αιώνες, διαμόρφωσε τη σκέψη και τον λόγο, γέννησε φιλοσοφία, επιστήμες, λογοτεχνία. Όμως, όσο γιορτάζουμε το μεγαλείο της, δεν μπορούμε να αγνοούμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα.
Παρατηρώ με ανησυχία ότι στην καθημερινότητά μας, στην τεχνολογία, στις επιχειρήσεις, ακόμα και στον ακαδημαϊκό λόγο, η ελληνική γλώσσα υποχωρεί μπροστά στην αλόγιστη χρήση ξένων όρων. Οι ελληνικές λέξεις παραμερίζονται και αντικαθίστανται χωρίς δεύτερη σκέψη, ακόμα και όταν υπάρχουν απόλυτα λειτουργικές ελληνικές αποδόσεις. Ως Ελληνίδα και φυσική ομιλήτρια της ελληνικής γλώσσας, δεν μπορώ να κρύψω την ανησυχία μου για το φαινόμενο που παρατηρείται όλο και πιο έντονα γύρω μας: την αντικατάσταση ελληνικών λέξεων από ξένους όρους, κυρίως αγγλικούς. Δεν αναφέρομαι στον φυσιολογικό εμπλουτισμό μιας γλώσσας με δάνεια, κάτι που ανέκαθεν συνέβαινε στις γλωσσικές κοινότητες, αλλά σε μια μαζική και άκριτη ενσωμάτωση ξένων όρων, ακόμα και όταν υπάρχουν αντίστοιχες ελληνικές λέξεις.
Η καθημερινότητά μας είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Αρκεί να ακούσει κανείς έναν απλό διάλογο: «Πάμε για brunch;» αντί για «Πάμε για κυριακάτικο πρωινό;», «Έχεις κάποιο update;» αντί για «Έχεις κάποια ενημέρωση;», «Να κάνουμε focus σε αυτό» αντί για «Να επικεντρωθούμε σε αυτό». Στον χώρο της τεχνολογίας, η ελληνική γλώσσα φαίνεται να έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά. Λέξεις όπως login, app, WiFi, account, streaming έχουν σχεδόν εκτοπίσει τις αντίστοιχες ελληνικές αποδόσεις, ενώ στον επιχειρηματικό κόσμο, όροι όπως branding, start-up, e-shop, delivery κυριαρχούν χωρίς δεύτερη σκέψη, λες και το «εμπορική ταυτότητα», «νεοφυής επιχείρηση», «ηλεκτρονικό κατάστημα» και «διανομή» δεν είναι αρκετά εκφραστικά.
Αυτή η αλόγιστη αντικατάσταση ελληνικών λέξεων από ξένες δεν είναι μια αθώα τάση ούτε ένα απλό σημάδι παγκοσμιοποίησης. Έχει σοβαρές συνέπειες τόσο στη γλωσσική μας ταυτότητα όσο και στη νοοτροπία μας. Όταν αποφεύγουμε να χρησιμοποιούμε τις δικές μας λέξεις, το λεξιλόγιό μας φτωχαίνει, η ικανότητά μας να εκφραζόμαστε με ακρίβεια μειώνεται και, το χειρότερο, εδραιώνεται η αίσθηση ότι η γλώσσα μας δεν επαρκεί για να εκφράσει τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτό οδηγεί σε μια υποσυνείδητη πολιτισμική εξάρτηση, σαν να χρειαζόμαστε πάντα τις ξένες γλωσσικές φόρμες για να θεωρούμαστε σύγχρονοι. Αλλά μήπως αυτή η αποδοχή των ξένων όρων χωρίς αντίσταση υποδηλώνει τελικά μια γενικότερη στάση υποχώρησης απέναντι στην ίδια μας την πολιτιστική ταυτότητα;
Αν κοιτάξουμε άλλες χώρες, θα δούμε ότι δεν έχουν αφήσει τη γλώσσα τους να κατακλυστεί τόσο εύκολα από ξένους όρους. Η Γαλλία, για παράδειγμα, έχει θεσπίσει νομοθετικά μέτρα για την προστασία της γλώσσας της. Ο νόμος Toubon (νόμος αριθ. 94-665 της 4ης Αυγούστου 1994) απαιτεί τη χρήση της γαλλικής σε δημόσια έγγραφα, διαφημίσεις και εταιρικές επικοινωνίες, ενώ η Ακαδημία Γαλλικής Γλώσσας προτείνει νέους όρους που αντικαθιστούν τους ξένους: courriel αντί για e-mail, logiciel αντί για software, ordinateur αντί για computer. Στα γαλλικά Μ.Μ.Ε., υπάρχει υποχρέωση να προβάλλεται τουλάχιστον 40% γαλλόφωνο περιεχόμενο, προστατεύοντας τη γλώσσα τους από την κυριαρχία της αγγλόφωνης αγοράς. Δεν είναι τυχαίο που οι Γάλλοι χρησιμοποιούν τόσο φυσικά τη γλώσσα τους σε όλους τους τομείς, από την επιστήμη μέχρι την τεχνολογία, χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να καταφεύγουν διαρκώς σε αγγλικούς όρους.
Μήπως λοιπόν ήρθε η ώρα να σκεφτούμε πιο σοβαρά τη σχέση μας με την ελληνική γλώσσα; Δεν χρειάζεται να απορρίπτουμε κάθε ξένη λέξη, αλλά μπορούμε τουλάχιστον να προσπαθούμε να χρησιμοποιούμε ελληνικές αποδόσεις όταν αυτές υπάρχουν. Αντί για app, να λέμε «εφαρμογή». Αντί για meeting, «σύσκεψη». Αντί για story, «ιστορία». Τα μέσα ενημέρωσης και τα σχολεία θα μπορούσαν να συμβάλουν μέσα από εκστρατείες που αναδεικνύουν τη σημασία της ελληνικής γλώσσας και ενισχύουν τη χρήση της σε κάθε τομέα. Και, φυσικά, ο καθένας μας, στην καθημερινότητά του, μπορεί να κάνει μια μικρή αλλά ουσιαστική προσπάθεια να διατηρήσει ζωντανή τη γλώσσα μας.
Η γλώσσα μας δεν είναι απλώς ένα εργαλείο επικοινωνίας. Είναι ο καθρέφτης της πολιτισμικής μας ταυτότητας, η απόδειξη της ιστορικής μας συνέχειας. Αν την αφήσουμε να υποχωρήσει μπροστά στη γλωσσική ομοιομορφία που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση, χάνουμε κάτι πολύ πιο σημαντικό από μερικές λέξεις: χάνουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας. Ο αγώνας για την ελληνική γλώσσα δεν είναι απλά ένας αγώνας για τη χρήση σωστών λέξεων, αλλά ένας αγώνας για το ποιοι είμαστε και ποιοι θέλουμε να γίνουμε. Αν δεν υπερασπιστούμε εμείς τη γλώσσα μας, τότε ποιος θα το κάνει;