Αν και ο ρυθμός ανόδου επηρεάστηκε από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων και οι γεωπολιτικές εξελίξεις (πολεμική σύγκρουση Ρωσίας – Ουκρανίας)
Ανακάμπτει η ελληνική αλευροβιομηχανία- Μοχλό ανάπτυξη αποτελεί ο τουρισμός
Έναν από τους παραδοσιακούς και πλέον ανθεκτικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας αποτελεί η αλευροβιομηχανία, γεγονός που οφείλεται στη σχετικά ανελαστική ζήτηση των προϊόντων αλεύρου (ψωμί και είδη αρτοποιίας).
Το 2023 σύμφωνα με τα αποτελέσματα κλαδικής μελέτης της ICAP CRIF, η συνολική κατανάλωση αλεύρων ακολούθησε ελαφρά ανοδική πορεία. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την εκτίμηση, διαδραμάτισαν οι αυξημένες τουριστικές αφίξεις στη χώρα μας και συνεπώς η ενίσχυση της ζήτησης από το επαγγελματικό κανάλι (HoReCa), όπως σημειώνει η Σταματίνα Παντελαίου, διευθύντρια οικονομικών & κλαδικών μελετών της ICAP CRIF. Ωστόσο, ο ρυθμός ανόδου επηρεάστηκε από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων και οι γεωπολιτικές εξελίξεις (πολεμική σύγκρουση Ρωσίας – Ουκρανίας). Για τη διετία 2024-2025 προβλέπεται ότι η κατάσταση θα έχει ομαλοποιηθεί και η κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί με ελαφρώς υψηλότερο ρυθμό (μέσος ετήσιος ρυθμός περίπου 2%).
Η εγχώρια παραγωγή αλεύρων σίτου παρουσιάζει διαχρονικά, μικρές ετήσιες διακυμάνσεις. Τη διετία 2018-2019 η παραγωγή αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 4%, αλλά η ανοδική αυτή πορεία διεκόπη το 2020, λόγω της πανδημίας Covid-19 που έπληξε την παγκόσμια αγορά. Η εγχώρια παραγωγή σημείωσε αρνητικό ρυθμό μεταβολής, καθώς παρουσίασε συρρίκνωση της τάξης του 6% με την αγορά των επαγγελματικών προϊόντων των αλευρόμυλων να επηρεάζεται εντονότερα. Το 2021 ξεκίνησε δύσκολα, αφού τους πρώτους 5 περίπου μήνες η εστίαση, που αποτελεί ένα από τα κύρια κανάλια διανομής του κλάδου (εστιατόρια, ξενοδοχεία, catering), λειτούργησε με αυστηρά μέτρα, λόγω της υγειονομικής κρίσης. Ωστόσο, η εγχώρια παραγωγή παρουσίασε άνοδο 3% σε σχέση με το 2020. Το 2022 η παραγωγή του κλάδου συνέχισε να αυξάνεται, αλλά με μικρότερο ρυθμό. Συγκεκριμένα, ο όγκος της παραγωγής εκτιμάται ότι παρουσίασε άνοδο κατά 2%.
Σε χαμηλά επίπεδα οι εισαγωγές
Η εγχώρια παραγωγή καλύπτει ουσιαστικά τη ζήτηση, καθώς οι εισαγωγές κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα, η δε εισαγωγική διείσδυση κυμάνθηκε στο 3% περίπου τα τελευταία χρόνια. Οι εξαγωγές του κλάδου κυμαίνονται επίσης σε χαμηλά επίπεδα με την εξαγωγική επίδοση να διαμορφώνεται περίπου στο 4% την τελευταία πενταετία. Σημειώνεται, ότι η πολεμική σύρραξη μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας που αποτελούσαν δύο από τους μεγαλύτερους παραγωγούς σίτου στον κόσμο, οδήγησε τις τιμές του σιταριού σε πολύ υψηλά επίπεδα. Αρκετές από τις ελληνικές αλευροβιομηχανίες επηρεάστηκαν σε κάποιο βαθμό, καθώς εισήγαγαν ποσότητες πρώτης ύλης (σιτάρι) από αυτές τις χώρες. Έτσι στράφηκαν σε νέους, ακριβότερους προμηθευτές. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής διαδραμάτισαν το υψηλό ενεργειακό κόστος, καθώς και οι αυξήσεις στα μεταφορικά έξοδα που άρχισαν να παρατηρούνται ήδη από το 2021.
Το 2020 η εγχώρια κατανάλωση εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η μείωση αυτή, οφείλεται στις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώθηκαν εξαιτίας της πανδημίας (Covid-19). Η αναστολή λειτουργίας της εστίασης (περίοδοι lockdown), επηρέασε σημαντικά τον κλάδο καθώς, αποτελεί βασικό κανάλι διανομής των προϊόντων. Μεγάλη μείωση, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, παρατηρήθηκε στα επαγγελματικά προϊόντα της αλευροβιομηχανίας, που απευθύνονται στη Βιοτεχνική Αρτοποιία και Ζαχαροπλαστική, ενώ σημαντική αύξηση παρατηρήθηκε στα καταναλωτικά προϊόντα (για οικιακή χρήση). Επισημαίνεται ότι ο επαγγελματικός τομέας καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης αλεύρων. Το 2021 με τη σταδιακή ομαλοποίηση των συνθηκών της αγοράς, η εγχώρια κατανάλωση αλεύρων αυξήθηκε κατά 2%. Η ανοδική πορεία της αγοράς συνεχίστηκε και το 2022, με το μέγεθος της κατανάλωσης να εκτιμάται ότι κατέγραψε αύξηση 4% έναντι του 2021, ενώ το 2023 εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 1% (2023/2022).
Σε ό,τι αφορά στο σιμιγδάλι, ο μεγαλύτερος όγκος της παραγόμενης ποσότητας απορροφάται από τις βιομηχανίες ζυμαρικών, ενώ μικρότερη ποσότητα κατευθύνεται προς άλλες βιομηχανίες ειδών διατροφής. Το 2022, η εγχώρια κατανάλωση εκτιμάται ότι σημείωσε σημαντική αύξηση κατά 15% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ το 2023 η άνοδος εκτιμάται ότι συνεχίστηκε, αλλά με μικρότερο ρυθμό, διαμορφούμενη σε 3%.
Το 2020 η παραγωγή σιμιγδαλιού παρουσίασε αύξηση 7%. Παρόλο που βασικό κανάλι διανομής για τα ζυμαρικά αποτελεί η εστίαση, η οποία λειτούργησε υπό πολύ αυστηρούς όρους ή και καθόλου κάποιους μήνες του έτους, ωστόσο η ζήτηση ζυμαρικών για οικιακή χρήση αυξήθηκε κατακόρυφα. Το 2021 με την σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα, η παραγωγή σιμιγδαλιού σημείωσε αύξηση περίπου 2%, ενώ το 2022 η παραγωγή εκτιμάται ότι παρουσίασε σημαντική άνοδο 15% σε σχέση με το 2021.
Βελτιωμένα τα οικονομικά μεγέθη του κλάδου
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το μέγεθος της αγοράς αλεύρων σίτου σε αξία (σε τιμές χονδρικής), κατέγραψε σημαντική αύξηση το 2022 σε σχέση με το 2021. Η αύξηση αυτή είναι, κατά κύριο λόγο, αποτέλεσμα της ανόδου των τιμών πώλησης των προϊόντων. Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πορείας του κλάδου το 2022 είχε η άνοδος των τιμών. Η μεγάλη αύξηση που παρουσίασαν αρκετές αλευροβιομηχανίες στον κύκλο εργασιών τους οφείλεται κυρίως στις αυξήσεις των τιμών, ενώ οι πωλήσεις σε όγκο κυμάνθηκαν στα ίδια επίπεδα με το 2021, ή παρουσίασαν μικρή αύξηση.
Στο πλαίσιο της μελέτης πραγματοποιήθηκε χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συντάχθηκε ομαδοποιημένος ισολογισμός, βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 23 εταιρειών του κλάδου, για την περίοδο 2018-2022. Από την ανάλυση του ομαδοποιημένου ισολογισμού προκύπτουν τα εξής: Το σύνολο του ενεργητικού αυξήθηκε καθ’όλη την εξεταζόμενη πενταετία, παρουσιάζοντας τη μεγαλύτερη αύξηση το 2021(+9,6%). Το 2022 η άνοδος κυμάνθηκε σε 8,0% ενώ η σωρευτική αύξηση διαμορφώθηκε σε 22,5% (2022/2018). Τα ίδια κεφάλαια αυξήθηκαν κατά 3,4% το 2022 ενώ η σωρευτική αύξηση την εξεταζόμενη πενταετία κυμάνθηκε σε 5,9% . Οι μεσο-μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις και προβλέψεις παρουσίασαν σημαντική άνοδο κατά 51,4% την περίοδο 2022/18, ενώ οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις αυξήθηκαν επίσης σημαντικά κατά 33,0% το ίδιο χρονικό διάστημα.
Ο συνολικός κύκλος εργασιών των εταιρειών του δείγματος ακολούθησε ανοδική πορεία την εξεταζόμενη περίοδο με εξαίρεση το 2020 όπου μειώθηκε κατά 4,3%. Το 2022 σημειώθηκε η υψηλότερη άνοδος της πενταετίας καθώς, ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε κατά 41,6% ενώ σωρευτικά κατέγραψε αύξηση 67,3% (2022/18). Τα μικτά κέρδη κατέγραψαν περίπου την ίδια αύξηση το 2022 (41,7%) ενώ σωρευτικά το διάστημα 2022-2018 αυξήθηκαν κατά 26,6%. Τα καθαρά (προ φόρου) κέρδη έπειτα από διαδοχικές μειώσεις τη διετία 2020-2021, παρουσίασαν θεαματική άνοδο το 2022 καθώς υπερτριπλασιάστηκαν ενώ η σωρευτική αύξηση στην πενταετία διαμορφώθηκε σε 44,6%. Επίσης τα EBITDA αυξήθηκαν σημαντικά το 2022 (58,6%) αλλά με αρκετά ηπιότερο ρυθμό συγκριτικά με τα καθαρά κέρδη. Από τις 23 επιχειρήσεις του δείγματος, οι 21 (ποσοστό 91,3%) ήταν κερδοφόρες το 2022 έναντι 19 το 2021 (82,6%) (Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ).