Συμπληρώνονται είκοσι (20) χρόνια ποιμαντορίας του σεβασμιότατου Θεολόγου στην Ιερά Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης
Θεολόγος: «Επιθυμώ να υπηρετώ τον σερραϊκό λαό»
Σε μια εκ βαθέων συνέντευξη στη «Σ» (στη Δήμητρα Μετόκη) ο σεβασμιότατος κ. Θεολόγος αναφέρεται στα είκοσι χρόνια της ποιμαντορίας του στην Ιερά Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης, στις δυσκολίες και τις χαρές αυτών των χρόνων, στην σχέση του με τους τοπικούς άρχοντες αλλά και τον λαό των Σερρών
«Εις έτη πολλά, Δέσποτα»… Τα ονομαστήριά του άγει (Δευτέρα, 8/5) ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος και σε λίγες μέρες συμπληρώνονται είκοσι χρόνια ποιμαντορίας του στην Ιερά Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης .
Ένα ηλιόλουστο απόγευμα, Σάββατο 21 Ιουνίου 2003, στην πλατεία Ελευθερίας οι Σερραίοι υποδέχτηκαν σε πανηγυρικό κλίμα και με ενθουσιασμό τον νέο μητροπολίτη Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγο, που η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εξέλεξε μετά τον αιφνίδιο θάνατο του αείμνηστου μητροπολίτη Σερρών και Νιγρίτης κυρού Μαξίμου. Η εκλογή του κ. Θεολόγου ως Μητροπολίτη Σερρών και Νιγρίτης έγινε στην συνεδρίαση της 16ηΜαϊου 2003 της Ιεράς Συνόδου, μετά από πρόταση του μακαριστού αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, με μια ισχυρή πλειοψηφία, κάτι δεν είναι πολύ συνηθισμένο στις εκλογές των Αρχιερέων. Σημαντικό ρόλο στην απόφαση των ιεραρχών έπαιξε η προσωπικότητα του κ. Θεολόγου μεταξύ των οποίων η σοβαρότητα, το ήθος, η αξιοσύνη ,που προ πολλού είχαν εκτιμήσει οι περισσότεροι μητροπολίτες.
Σε μια εκ βαθέων συνέντευξη στη «Σ» ο σεβασμιότατος κ. Θεολόγος αναφέρθηκε στα είκοσι χρόνια της ποιμαντορίας του στην Ιερά Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης, στις δυσκολίες και τις χαρές αυτών των χρόνων, στην σχέση του με τους τοπικούς άρχοντες αλλά και τον λαό των Σερρών. Με συγκίνηση μίλησε για τον αείμνηστο αρχιεπίσκοπο κυρό Χριστόδουλο αλλά και τον μακαριστό μητροπολίτη κυρό Μάξιμο. Κατέληξε λέγοντας ότι επιθυμεί όσα χρόνια του χαρίσει ο Θεός να υπηρετεί τον σερραϊκό λαό.
Τα σπουδαία ποιμαντορικά καθήκοντα ο Σεβασμιότατος μητροπολίτης κ. Θεολόγος ανέλαβε σε πολύ νεαρή ηλικία, στα 36 χρόνια. Αναφερόμενος στην ανάληψη των καθηκόντων και τα συναισθήματα του τόνισε: «Λίγη σημασία έχει η ηλικία, αν κανείς είναι 35 ,36 ή 37 χρονών. Γεγονός είναι ότι η αγιότατη εκκλησία της Ελλάδας με εξέλεξε τότε μητροπολίτη Σερρών και Νιγρίτης, σε διαδοχή του μακαριστού μητροπολίτου Μαξίμου που έφυγε αδόκητα από αυτή την ζωή. Η εκκλησία δεν δεσμεύεται από θέματα τα ηλικιακά, γιατί γνωρίζει ότι το έργο του ποιμενάρχου δεν είναι έργο ανθρώπινο, είναι πρωτίστως έργο του ιδίου του θεού. Το ηλικιακό στοιχείο έχει κάποια αξία όχι όμως αυτή που ο κόσμος νομίζει. Εξάλλου θέλω να τονίσω ότι η Εκκλησία της Ελλάδος με έστειλε εδώ ως ποιμενάρχη έχοντας όμως ήδη μια προϋπηρεσία αρκετών ετών στην κεντρική διοίκηση της εκκλησίας ως γραμματεύς και αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου, μια θέση τιμητική και ιδιαιτέρως δύσκολη καθώς οι ευθύνες είναι πολλές και τεράστιες.»
«Η εκκλησία προσέβλεψε με κλειστές ελπίδες και εμπιστοσύνη στο ταπεινό πρόσωπό μου και αυτό δεν λέγεται όχι για καύχηση ούτε για οποιονδήποτε λόγο, λέγεται για να μου υπενθυμίζει πάντοτε την μεγάλη ευθύνη που έχω να τιμήσω αυτή την ψήφο των σεβασμιότατων αρχιερέων οι οποίοι προσέβλεψαν στο πρόσωπο μου και μου ανέθεσαν την διαποίμανση του λαού του θεού σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο» σημείωσε.
Επισημαίνοντας ότι όταν το 2003 ο κ. Θεολόγος μπήκε στο ιερό Σώμα της ιεραρχίας είχε μπροστά του μεγάλους ιεράρχες που στόλισαν την εκκλησία μας με κορυφαίο πάντων τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. «Τώρα μετά 20 χρόνια στο τιμόνι της εκκλησίας της Ελλάδος βρίσκεται ένας ευγενής και αποτελεσματικός Αρχιεπίσκοπος, ο κ. Ιερώνυμος , και εγώ σύμφωνα με τα πρεσβεία χειροτονίας βρίσκομαι στην 20η θέση και μετά από μένα ακολουθούν 60 πλέον ιεράρχες, που σημαίνει ότι θεωρούμε από τους παλιούς πια στην ιεραρχία. Αυτό βέβαια το λέω για να τονίσω την ευθύνη που με διακατέχει όλα αυτά τα χρόνια, την ευθύνη να ανταποκριθώ στις προσδοκίες της εκκλησίας μας, στις προσδοκίες του λαού μας. Αγωνίζομαι, τα ανθρώπινα υπάρχουν, οι ατέλειες, οι δυσκολίες είναι σύμφυτα με την ανθρώπινη φύση μας, όμως σημασία έχει να δίνουμε χώρο στο θεό έτσι ώστε εκείνος να ενεργεί μέσα από μας», ανέφερε.
«Καθώς ανατρέχω στα είκοσι αυτά χρόνια, Δοξάζω τον θεό διότι πράγματι μου χάρισε με ένα τρόπο συγκλονιστικό την ευλογία Του. Και μάλιστα αυτά τα είκοσι χρόνια δεν ήταν καθόλου εύκολα» σημείωσε και πρόσθεσε: «Όταν ήρθα ήμουν με μαύρα γένια και μαύρα μαλλιά, νέος. Αυτό που για κάποια άλλη ηλικία θεωρείται αυτονόητο-αν και η εποχή μας έχει ξεπεράσει τα αυτονόητα ευτυχώς ή δυστυχώς-, ο σεβασμός δηλαδή και επειδή ο κόσμος έχει συνηθίσει ιεράρχες να έχουν μεγαλύτερη ηλικία η πρώτη εντύπωση πιθανόν να ξένισε, της νεότητας εννοώ, όμως αυτό που για μια άλλη ηλικία θα ήταν αυτονόητο και πιο εύκολο εγώ θα έπρεπε να αγωνιστώ πολύ για να το κατακτήσω, δηλαδή τον σεβασμό και την αποδοχή του κόσμου και κυρίως την βεβαιότητα ότι ο νέος μητροπολίτης που ήρθε εδώ, ήρθε για να εργαστεί, για να δουλέψει πάνω στις ψυχές των ανθρώπων, να συνεχίσει ένα έργο λαμπρό των προκατόχων του»
Συνεχίζοντας τόνισε: «Στο έργο της εκκλησία μας υπάρχει συνέχεια, ήρθα σε έναν τόπο άγνωστο σε μένα. Μέχρι εκείνη την στιγμή είχα έρθει τρεις- τέσσερις φορές. Ο αοίδιμος προκάτοχος μου, ο μητροπολίτης Μάξιμος, ήταν πολύ σεβαστός και αγαπητός σε μένα, ερχόταν πολύ συχνά στο Βόλο, συνδεόταν με δεσμούς αδελφικής φιλίας με τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, εγώ μάλιστα είχα λάβει από τα χέρια του στην χειροτονία μου το οφίκιο του αρχιμανδρίτου. Υπήρχαν δεσμοί πνευματικοί αλλά ο τόπος, οι άνθρωποι, μου ήταν σχεδόν άγνωστοi. Ήρθα πριν είκοσι χρόνια με την απόφαση και να μείνω και να εργαστώ. Και σε αυτή την απόφαση που ήταν απόφαση ζωής εξακολουθώ παραμένω προσηλωμένος όλα αυτά τα χρόνια. Εργάζομαι με ότι νουν έχω, με όσες δυνατότητες έχω για να οδηγώ τους ανθρώπους στον Χριστό, αυτό είναι το έργο του ποιμένος, να δείχνει στους ανθρώπους τον Χριστό, να τους μυσταγωγεί στο μυστήριο της πίστεως, στο μυστήριο της εκκλησίας, η εκκλησία είναι ο μόνος χώρος, ο μόνος τρόπος δια του οποίου σώζεται ο άνθρωπος. Η εκκλησία είναι η κιβωτός της σωτηρίας μας, το λιμάνι μας, το πνευματικό μας θεραπευτήριο, η μητέρα μας, ο ίδιος ο Χριστός που ενεργεί τα της σωτηρίας μας. Ο αυθεντικός, ο ουσιαστικός, ο αληθινός χαρακτηρισμός του έργου και της φυσιογνωμίας του Επισκόπου είναι να είναι υπηρέτης του Ιησού Χριστού και οικονόμος των Μυστηρίων».

Σπουδαίο και σημαντικό το έργο της τοπικής εκκλησίας αυτά τα είκοσι χρόνια, όπως δημιουργία κοινωνικών δομών, ίδρυση μουσείου και πολλά άλλα. Αναφορικά με το έργο αυτό ο σεβασμιότατος τόνισε: «Πάντοτε στο νου μου και στην καρδιά μου έχω μια άλλη σκέψη. Τι ακόμα θα μπορούσε να γίνει και δεν έγινε. Πάντοτε εμείς οι πνευματικοί ποιμένες και γενικά θα έλεγα ο κάθε άνθρωπος που υπηρετεί την κοινωνία μας από μια θέση ευθύνης δεν θα πρέπει να επαναπαύεται σε αυτά για ό,τι έγινε, και το ομολογώ με απόλυτη ειλικρίνεια και χωρίς διάθεση ταπεινολογίας ό,τι έγινε ήταν έργο του θεού. Για να γίνουν όλα όσα έγιναν πρώτα από όλα χρειάστηκε η ευλογία του θεού που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος, αυτά τα έργα μικρά ή μεγάλα ο θεός ξέρει, έγιναν χάρη στους συνεργάτες μου, κληρικούς και λαϊκούς, οι οποίοι συστρατεύτηκαν μαζί μου, εμπνεύστηκαν από το όραμα μου για την εκκλησία και στάθηκαν δίπλα μου. Μαζί πορευθήκαμε και μαζί πορευόμαστε και με την βοήθεια του Θεού μαζί θα πορευθούμε και στα υπόλοιπα»
«Τα είκοσι αυτά χρόνια δεν ήταν πάντα ρόδινα, δεν ήταν εύκολα, Όπως είπα νωρίτερα υπήρχαν πολύ δύσκολες στιγμές, δυσκολίες, πειρασμοί, πόλεμοι, η εκδημία του μακαριστού αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου το 2008, μετά από μια ολιγόμηνη αλλά επώδυνη περίοδο ασθενείας, αυτό ασφαλώς ήταν σοκ για μένα, δεν ήταν εύκολο, όπως όταν να χάνεις τον γονιό σου έχει πόνο μέσα και οδύνη το ίδιο είναι να χάνεις και τον πνευματικό σου πατέρα και μάλιστα σε μια ηλικία που θα είχε πολλά να προσφέρει στην εκκλησία. Έφυγε σε ηλικία 69 ετών, με πολλά οράματα, με πολύ διάθεση να προσφέρει στην εκκλησία, έτσι θέλησε ο θεός», σημείωσε και στη συνέχεια αναφέρθηκε στα προβλήματα στην κοινωνία ,στην οικονομική κρίση και στην πανδημία του κορωνοϊού και στην προσπάθεια της εκκλησίας να στηρίξει τον λαό και να βοηθήσει ,να πολλαπλασιάσει το φιλανθρωπικό και κοινωνικό της έργο. Να δώσει μια νότα ελπίδας στον λαό μας που εκείνη την περίοδο κατάρρεε κάτω από το βάρος των οικονομικών δεδομένων και δυσκολιών που ήταν παρούσες στην ζωή όλων μας
Την πικρία του εξέφρασε που ορισμένοι την περίοδο της πανδημίας γνωστοί για τις θέσεις τους απέναντι στην εκκλησία, στην πίστη, στο θεό, είπαν πράγματα εντελώς αδικαιολόγητα, τα οποία ούτε βοήθησαν ούτε είχαν και κανένα επιστημονικό έρεισμα. «Εκείνη την ώρα που έπρεπε να είμαστε ενωμένοι όλοι μας, βρήκαν ορισμένοι την ευκαιρία, και λυπούμεθα για αυτό, να κτυπήσουν την εκκλησία, την πίστη, την θεία Κοινωνία και να σπείρουν γενικώς την αμφιβολία. Αυτός ο πόλεμος είναι ακόμη πιο σκληρός γιατί η αμφιβολία, ο φόβος λειτουργεί πολλαπλασιαστικά. Είναι κάτι που σπέρνεται σαν κακή σπορά και το αφήνεις εκεί να υπάρχει και να καλλιεργείται. Δεν είναι εύκολη υπόθεση . Η εκκλησία έπρεπε και προς τα έσω και προς τα έξω να σταθεί όρθια, να παρηγορήσει το λαό ,να δικαιολογήσει σε ορισμένους θερμόαιμους που έχουμε και μέσα στην εκκλησία την στάση της. Φανταστείτε τι θα γινόταν τότε αν η εκκλησία δήλωνε απείθεια στις αποφάσεις της κυβέρνησης ,αν σήκωνε ένα αντάρτικο. Θα διχαζόταν ο λαός και πάνω στον πόνο θα ερχόταν να προστεθεί και άλλος πόνος και άλλη δυστυχία και άλλο κακό. Η εκκλησία στάθηκε παρά τον πόνο της, παρά τις απορίες της που ήταν εύλογες και δικαιολογημένες στάθηκε όρθια και επί των επάλξεων έτσι ώστε ο λαός μα να παραμείνει ενωμένος με εμπιστοσύνη στην επιστήμη που είναι δώρο του θεού. Η εκκλησία δεν απαξίωσε τα επιτεύγματα της επιστήμης απλά είπε το αυτονόητο».
«Δεν ήταν είκοσι εύκολα χρόνια, είχαν και προσωπικές δυσκολίες και η απώλεια των γονιών πριν δύο χρόνια, αλλά είχε και στιγμές μεγάλης χαράς και ευλογία, τα έργα που κάναμε, το χτίσιμο νέων ναών, τα έργα τα υπόλοιπα για τον πολιτισμό και την πνευματικότητα. Όταν ήρθαμε εδώ βρήκαμε τέσσερις εξομολόγους κληρικούς μας και σήμερα είναι πάνω από σαράντα. Με χαρά μεγάλη βλέπουμε τις εκκλησιές μας γεμάτες και από νέους ,που σημαίνει ότι οι άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη της πίστεως ,η πίστη είναι προϋπόθεση ζωής είναι θωράκιση είναι δύναμη, χαρά μέσα στην ψυχή μας. Δύσκολα ήταν τα χρόνια και μέσα στα κοινωνικά θέματα και στα εθνικά μας θέματα. Έχουμε τον πόνο για την Μακεδονία μας ένα πόνος που υφίσταται ακόμα, η αγωνία πως θα εξελιχθούν τα εθνικά μας θέματα. Τα Βαλκάνια ήταν πάντοτε και είναι μια εύφλεκτη και ευαίσθητη περιοχή, έχουμε βλέπεται στην γειτονιά μας την ευρύτερη έναν πόλεμο που μαίνεται, είχαμε να αντιμετωπίσουμε επίσης το θέμα των προσφυγικών ροών και κει η εκκλησία μας είχε ένα ρόλο πολύ ευεργετικό. Και πλείστα όσα άλλα. Δοξάζουμε το θεό για αυτά που έγιναν, τον παρακαλούμε να συγχωρήσει τις ατέλειες και τις δυσκολίες μας και διαβεβαιώνουμε τους Σερραίους αδελφούς μας ότι το όραμα με το οποίο ήλθαμε παραμένει στην καρδιά μας. Η επιθυμία να εργαστούμε για τον Χριστό, την εκκλησία με την εμπειρία πλέον των είκοσι χρόνων και να παραμείνουμε ουσιαστικοί και δυνατοί στο έργο μας και την αποστολή μας»
Για το λαό των Σερρών και αν είναι κοντά στην εκκλησία, ανέφερε: «Είναι ένα δύσκολο ερώτημα, από την άποψη ότι καρδιογνώστης είναι μόνο ο θεός πρώτον και δεύτερον ο καθένας άνθρωπος εκφράζει την πίστη του με έναν διαφορετικό τρόπο, ίσως εμείς ως ποιμένες τους θα θέλαμε έναν συγκεκριμένο τρόπο ο οποίος είναι ο πιο ασφαλής και αποτελεσματικός, όμως κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι κρύβει ο κάθε άνθρωπος μέσα στην καρδιά του και πως διαχειρίζεται το θέμα που ονομάζεται πίστις. Η πίστις είναι ένα προσωπικό γεγονός καρδιακό, το οποίο ο κάθε άνθρωπος το ζει με το δικό του τρόπο. Η εκκλησία είναι εδώ για να ενθαρρύνει την πίστη, δεν είναι εδώ ούτε για να την μετρά ούτε να την αξιολογεί. Εξάλλου όλα αυτά τα χρόνια έχω συναντήσει ανθρώπους που δεν είναι, αυτό που λέμε, κάθε μέρα στην εκκλησία αλλά έχουν μια ουσιαστική πίστη, έχουν έναν αξιακό ορίζοντα πολύ πλούσιο, αγαπούν τον Χριστό και θέλουν να έχουν μαζί του μια σχέση καρδιακή και ουσιαστική και από την άλλη μεριά δεν θα διστάσω να πω ότι έχω συναντήσει ανθρώπους που προσέρχονται στις καθημερινές ακολουθίες αλλά χρειάζονται ακόμη πολύ αγώνα και καλλιέργεια».
Αναφορικά με τις σχέσεις με τους τοπικούς άρχοντες και τους φορείς των Σερρών ο Σεβασμιότατος δήλωσε: «Αυτά τα είκοσι χρόνια είχα την χαρά να συνεργαστώ με τους φορείς επ΄ ωφελεία του σερραϊκού λαού. Ξεκαθάρισα από την πρώτη στιγμή και το ξεκαθαρίζω και τώρα σέβομαι τους διακριτούς ρόλους της εκκλησίας και της πολιτείας και αυτό για μένα είναι θέμα αρχής. Καμία από τις άλλες εξουσίες δεν την είδα κατά τρόπον ανταγωνιστικό. Και θέλω να ελπίζω ότι και αυτοί δεν είδαν την εκκλησία κατά αυτόν τον τρόπο, τουλάχιστον το ελπίζω. Επιθύμησα και επιθυμώ να έχουμε αυτή την συνεργασία σε βάση αυτών των προϋποθέσεων και των όρων, την ειλικρίνεια την εντιμότητα και την συνεργασία για το καλό του σερραϊκού λαού. Εξάλλου για αυτό τον λαό ο καθένας από την θέση του αγωνίζεται. Εμείς για να εμφυσήσουμε στις ψυχές των ανθρώπων την πίστη, την αγάπη στον Χριστό αλλά και στις υπόλοιπες ανάγκες της ζωής των ανθρώπων. Στα είκοσι αυτά χρόνια διαπίστωσα μια αντινομία, η οποία υπάρχει στην σκέψη μερικών ανθρώπων, αντινομία η οποία με προκαλεί μια απορία. Υπάρχουν ορισμένοι όταν βλέπουν την εκκλησία να εργάζεται ενοχλούνται, δεν ξέρω γιατί. Όταν βλέπουν μια εκκλησία δραστήρια να έχει ψηλά τον πήχη των έργων της ,των οραμάτων της, μάλλον δεν πολυευχαριστούνται . Θα θέλανε μια εκκλησία σιωπηλή, περιορισμένη στα εκκλησιαστικά της καθήκοντα, είναι όμως οι ίδιοι που στις δύσκολες στιγμές για να δικαιολογήσουν ίσως τις δικές τους ελλείψεις ,να πουν και η εκκλησία τι κάνει; Είναι μια πραγματικότητα που είκοσι χρόνια έζησα και ζω. Δεν επιθυμήσαμε να μπούμε στα χωράφια κανενός ,μας υπέρ αρκεί το έργο μας και η αποστολή μας που έχει σαφέστατα εκκλησιαστικό και θρησκευτικό πρόσημο. Όμως οφείλουμε να εργαζόμαστε γιατί ο άνθρωπος είναι διφυής, όπου χρειάζεται και για την ανακούφιση αυτού του λαού, είτε είναι στα έργα φιλανθρωπίας ,πολιτισμού, κοινωνικά η εκκλησία μας-τουλάχιστον εγώ έτσι το αισθάνομαι- θα πρέπει να είναι παρούσα, διακριτικά ναι, με σεβασμό ναι, αλλά παρούσα. Για αυτό όταν συναντώ αυτή την αντινομία στην συμπεριφορά ανθρώπων παραξενεύομαι . Δεν θα ήθελα να είναι έτσι και όσο περνούν τα χρόνια φαίνεται ακόμα πιο έντονο αυτό, υπάρχουν δυστυχώς άνθρωποι οι οποίοι κατέχουν και θέσεις ευθύνης οι οποίοι θα ήθελαν μια εκκλησία σιωπηρή, οι οποίο δυστυχώς βλέπουν την εκκλησία ανταγωνιστικά. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Η εκκλησία μας και γω προσωπικώς τιμώ όλους τους εκπροσώπους των αρχών και των εξουσιών χωρίς καμία διάκριση ως πατέρας πνευματικός αυτού του λαού. Τιμώ τους πάντες όπου και αν ανήκουν πολιτικά, έχω γνωστούς και φίλους παντού και εδώ και εκτός Σερρών. Τιμώ και σέβομαι τους ανθρώπους που έχουν αρχές και αρχές μπορείς να βρεις παντού, κανένα κόμμα δεν έχει την αποκλειστικότητα σε αυτό τον τομέα, για αυτό και η εκκλησία μας σέβεται αυτούς τους ανθρώπους».
Στην ερώτηση αν ευσταθούν οι φήμες που κατά διαστήματα ακούγονται ότι κάποια στιγμή θα διεκδικήσει την θέση σε μια μεγαλύτερη μητρόπολη και ίσως και την θέση του αρχιεπισκόπου, ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος, απάντησε: «Καταρχάς θα πω με τιμά αυτή η σκέψη γιατί δείχνει μια εκτίμηση στο πρόσωπό μου. Για μια ακόμη φορά θα ήθελα να διαβεβαιώσω ότι στο μυαλό μου δεν υπάρχει τέτοιου είδους σκέψεις. Είμαι στρατιώτης του Χριστού, στρατιώτης της εκκλησίας μας. Δοξάζω το θεό για αυτό που είμαι ,δοξάζω τον θεό για τον τόπο που βρίσκομαι, επιθυμώ ο θεός για όσα χρόνια μου χαρίσει, είμαι 56 ετών πλέον, να υπηρετώ αυτό το λαό».
Δήμητρα Μετόκη. metoki63@hotmail.com
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή/αναδημοσίευση (ολική ή μερική) του περιεχομένου της ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΤΩΝ ΣΕΡΡΩΝ , (κείμενα, φωτογραφίες και βίντεο) με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό ή μη, χωρίς την άδεια μας. Νόμος πνευματικής ιδιοκτησίας, Άρθρο 66 Ν.2121/93. Η αναπαραγωγή/αναδημοσίευση του περιεχομένου (κείμενα, φωτογραφίες και βίντεο) επιτρέπεται μόνο όταν γίνεται εν γνώση μας και με αναφορά της πηγής του.