Για τον Εορτασμό της Ημέρας του Μακεδονικού Αγώνα την Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019 στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό των Μεγάλων Ταξιαρχών Σερρών
«Ο Μακεδονικός Αγώνας»… Ο πανηγυρικός λόγος που εκφώνησε ο κύριος Κωνσταντίνος Στρίκας
Την Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019 στην Περιφερειακή Ενότητα Σερρών εορτάστηκε η «Ημέρα του Μακεδονικού Αγώνα» με εκδηλώσεις. Στις Σέρρες έγινε η επίσημη δοξολογία στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό των Μεγάλων Ταξιαρχών Σερρών. Τον Πανηγυρικό Λόγο της Ημέρας εκφώνησε ο κ. Κωνσταντίνος Στρίκας, Διευθυντής του 21ου Δημοτικού Σχολείου Σερρών. Το πλήρες κείμενο του Πανηγυρικού έχει ως εξής:
Ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε ένας κρίκος στην αλυσίδα των εξεγέρσεων για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Αποτελεί μια από τις πιο ένδοξες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, γραμμένη με μαρτύρων αίμα, ηρωισμούς και ολοκαυτώματα. Οι πρωταγωνιστές του προέρχονταν από ολόκληρο τον Ελληνισμό. Ωστόσο, το κύριο βάρος του Αγώνα το σήκωσε ο γηγενής πληθυσμός της Μακεδονίας, ο οποίος αγωνίστηκε για τριάντα περίπου χρόνια να διαφυλάξει την ελληνικότητά του από τις διάφορες εθνικές προπαγάνδες, αλλά και συμπαραστάθηκε με θέρμη και αποτελεσματικότητα τους Μακεδονομάχους που έσπευσαν από κάθε γωνιά της Ελλάδας στη Μακεδονία για να πάρουν μέρος στην ένοπλη φάση του Αγώνα στα χρόνια 1904-1908.
Η Μακεδονία, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα, γέφυρα ανάμεσα σε δύο ηπείρους και πολιτισμούς, με τεράστια στρατηγική και πολιτική σημασία, έγινε το μήλο της έριδας των Μεγάλων Δυνάμεων όταν πια άρχισε να κλονίζεται η κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Βαλκανική.
Από την πλευρά τους, οι Έλληνες της Μακεδονίας δεν είχαν πάψει να εκδηλώνουν την απόφασή τους να συμμεριστούν τη μοίρα του υπόλοιπου Ελληνισμού. Αυτό έδειξαν άλλωστε και οι αγώνες και οι θυσίες τους σε ολόκληρη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα κατά την επανάσταση του 1821-1822 τόσο στην κεντρική και δυτική Μακεδονία όσο και στις νοτιότερες ελληνικές περιοχές με αποκορύφωμα τον επαναστατικό αγώνα στη Χαλκιδική από τον αρχηγό και υπερασπιστή της Μακεδονίας και μέγιστο των ηρώων συντοπίτη μας Εμμανουήλ Παπά. Το ίδιο συνέβη και με τις απελευθερωτικές προσπάθειες που ακολούθησαν στη Μακεδονία στις δεκαετίες του 1830, 1850 και 1870. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες αυτές, η Μακεδονία παρέμενε υπό οθωμανική κυριαρχία ως τους Βαλκανικούς πολέμους.
Οι βουλγαρικές προσπάθειες για διείσδυση στη Μακεδονία εντάθηκαν μετά την ίδρυση της αυτόνομης Βουλγαρικής Ηγεμονίας το 1878. Τυπικά, οι προσπάθειες αυτές απέβλεπαν στον θρησκευτικό προσηλυτισμό. Ουσιαστικά όμως απέβλεπαν στην ισχυροποίηση των βουλγαρικών διεκδικήσεων στη Μακεδονία εν όψει της υποχώρησης των Οθωμανών. Τα χρόνια εκείνα οι διακρίσεις των πληθυσμών στη νευραλγική αυτή περιοχή των Βαλκανίων δεν γίνονταν με βάση την εθνική τους ταυτότητα, αλλά τη θρησκευτική τους επιλογή. «Εξαρχικός» ή «σχισματικός» σήμαινε αντίστοιχα Βούλγαρος και Πατριαρχικός ή Ορθόδοξος, Έλληνας. Ο τυπικός εκείνος εκκλησιαστικός διαχωρισμός των ορθόδοξων πληθυσμών σε «πατριαρχικούς» και «εξαρχικούς» ή «σχισματικούς» πήρε ουσιαστικά τη μορφή της εθνικής αντιπαράθεσης Ελλήνων και Βουλγάρων και αποτέλεσε την απαρχή του Μακεδονικού Αγώνα.
Για πάνω από τριάντα χρόνια ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός της Μακεδονίας, μόνος και αβοήθητος, με μοναδικά όπλα το σχολείο και την εκκλησία πάλεψε για να μην αποκοπεί από τις ρίζες του, την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό. Ο ιερέας και ο δάσκαλος αναδείχθηκαν τα χρόνια εκείνα τα ισχυρότερα στηρίγματα του χειμαζόμενου Γένους, περιορίζοντας τα αποτελέσματα της βουλγαρικής προπαγάνδας. Οι Μακεδόνες, Ελληνόφωνοι και Σλαβόφωνοι, έμειναν με πείσμα προσκολλημένοι στο Πατριαρχείο, διατηρώντας την ελληνική τους εθνική συνείδηση. Γι’ αυτό και οι σλαβόφωνοι εξαιτίας της φανατικής τους προσήλωσης στην ελληνική ιδέα ονομάστηκαν από τους αντιπάλους της Γραικομάνοι, δηλαδή μανιακοί Έλληνες.
Και όταν οι Βούλγαροι διαπίστωσαν, ότι δεν μπορούσαν να επιβληθούν με ειρηνικά μέσα, σταδιακά από το 1895 και εξής, πέρασαν στη βία των όπλων. Η στροφή αυτή έγινε κάτω από το αδιάφορο βλέμμα των Οθωμανών, που εφάρμοζαν την αρχή του “διαίρει και βασίλευε”. Τέλος, τον Ιούλιο του 1903 στην περιοχή της βορειοδυτικής Μακεδονίας, κήρυξαν την εξέγερση του Ίλιντεν, για να προβάλλουν το Μακεδονικό Ζήτημα στην Ευρώπη, αλλά με απώτερο σκοπό να ενσωματώσουν τη Μακεδονία στο βουλγαρικό κράτος, με την ίδια μέθοδο που είχαν προσαρτήσει, λίγα χρόνια πρωτύτερα (1885), την Ανατολική Ρωμυλία. Επιλεγμένοι τους στόχοι υπήρξαν τα ελληνικά βλαχοχώρια Κλεισούρα, Κρούσοβο και Νυμφαίο, τα οποία, αν καταλαμβάνονταν θα παρέλυε -έτσι πίστευαν οι Βούλγαροι- κάθε μορφής αντίσταση. Αλλά οι Τούρκοι σύντομα πέρασαν στην αντεπίθεση και έτσι η επανάσταση του Ίλιντεν έσβησε ως πυροτέχνημα.
Όμως παρά την αποτυχία της εξέγερσης του Ίλιντεν, η Μακεδονία είχε κατακλυστεί από βουλγαρικά ανταρτικά σώματα. Η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους για την απώλεια του ελληνισμού της Μακεδονίας. Έτσι άρχισε η ελληνική αντίσταση που σηματοδοτεί την ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα. Πρωτοπόροι στον Αγώνα στάθηκαν ο Ίων Δραγούμης, γραμματέας του ελληνικού προξενείου στο Μοναστήρι και ο Μητροπολίτης Καστοριάς, Γερμανός Καραβαγγέλης. Από το 1902 ο Δραγούμης, κηρύσσοντας αληθινή εθνική σταυροφορία στην ευρύτερη περιοχή της δυτικής Μακεδονίας, κατηχούσε, εμψύχωνε, όριζε διοικητικές επιτροπές σε πόλεις και χωριά και οργάνωσε τη “Μακεδονική Άμυνα” στην περιοχή του Μοναστηρίου. Ο Καραβαγγέλης από την δική του πλευρά, συγκρότησε τα πρώτα ανταρτικά σώματα δυτικομακεδόνων με αρχηγούς τον Κώττα από τη Ρούλια και το Βαγγέλη Στρεμπενιώτη.
Η Αθήνα αφυπνίστηκε. Την άνοιξη του 1904 στάλθηκαν μυστικά στη Μακεδονία τέσσερις παράξενοι ζωέμποροι. Στην πραγματικότητα ήταν αξιωματικοί του ελληνικού στρατού. Ανάμεσά τους ο Παύλος Μελάς, με το ψευδώνυμο Πέτρος Δέδες. Ο Μελάς ξαναγύρισε στη Μακεδονία τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου με δικό του ανταρτικό σώμα, ως καπετάν Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των δυο παιδιών του. Οι Μακεδόνες τον δέχθηκαν ως ελευθερωτή. Ο λαός σιγά σιγά αναθάρρησε. Και όταν στις 13 Οκτωβρίου του 1904 ο Μελάς έπεσε νεκρός στη Στάτιτσα, έγινε εθνικό σύμβολο.
Τότε από κάθε μεριά της ελληνικής γης από τη Βόρειο Ήπειρο ως την Κρήτη και την Κύπρο, άρχισαν καταφθάνουν γενναίοι Μακεδονομάχοι που αποθανατίστηκαν με τα θρυλικά πλέον ψευδώνυμά τους: Βάρδας, Ακρίτας, Μπούας, Κόρακας, Νικηφόρος, Ρούβας και άλλοι. Οι μακεδόνες καπετάνιοι Νταλίπης, Πύρζας, Μητρούσης, Γιαγκλής, Κύρου, Στέφος, Ράμναλης, τους δέχθηκαν με ενθουσιασμό και συνεργάστηκαν στενά μαζί τους. Επιτρέψτε μου μια ιδιαίτερη αναφορά στον συγχωριανό μου ήρωα καπεταν-Μητρούση και τη δράση του, με αποκορύφωμα την εποποιία του κωδωνοστασίου τής Ευαγγελίστριας, στη συνοικία Καμενίκια της πόλης μας όπου ή θυσία του έγινε θρύλος και ή λαϊκή μούσα του έκανε τραγούδι στα στόματα των Σερραίων και όλων των Μακεδόνων.
Παράλληλα στην Αθήνα το Μακεδονικό Κομιτάτο στελεχωμένο από άνδρες όπως ο Δημήτριος Καλαποθάκης και Νικόλαος Πολίτης προσπάθησε να διαφωτίσει την ελληνική και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη για όσα συνέβαιναν στη Μακεδονία και για τους κινδύνους του Ελληνισμού. Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και ο Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος των αδελφών Θεοχάρη και Μαυρουδή Γερογιάννη καθώς και άλλοι ανάλογοι σύλλογοι και σωματεία ανάμεσά τους και ο ιστορικός Σύλλογος ΟΡΦΕΑΣ των Σερρών.
Καθοριστική υπήρξε η συμβολή στον Αγώνα και των αμάχων Μακεδόνων όλων των ηλικιών, των φύλων και των κοινωνικών τάξεων. Χωρικές ζύμωναν το ψωμί των Μακεδονομάχων, έπλεναν τα ρούχα τους και έδεναν τις πληγές τους. Στις πόλεις επιτροπές κυριών, οργανωμένες σε φιλόπτωχα σωματεία συγκέντρωναν εφόδια. Απλοί χωρικοί μετέφεραν κρυφά οπλισμό και πληροφορίες. Γιατροί, σιδηροδρομικοί, έμποροι, εργοστασιάρχες, εργάτες, ο καθένας από την έπαλξή του, βοήθησαν με όλες τους τις δυνάμεις τον Αγώνα. Και φυσικά, ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η παρουσία των ιερέων, των δασκάλων και των διδασκαλισσών, γι’ αυτό και βρίσκονταν αδιάκοπα στο στόχαστρο του εχθρού. Η σταθερή λειτουργία σχολείων σε αμφισβητούμενες περιοχές ήταν ένδειξη ελληνικού φρονήματος και πρόκριμα για την τελική ελληνική επικράτηση. Στον χάρτη των χριστιανικών σχολείων της Μακεδονίας τα ελληνικά υπερτερούσαν παντού. Στα τέλη του 19ου αιώνα στην ευρύτερη τότε περιοχή της Μακεδονίας λειτουργούσαν 1.000 περίπου ελληνικά εκπαιδευτήρια, µε περισσότερους από 70.000 μαθητές και τροφίμους και 1.700 δασκάλους και καθηγητές. Δεν υπάρχει ένας πλήρης κατάλογος των πεσόντων εκπαιδευτικών. Έμειναν όµως στη μνήμη όλων τα θρυλικά ονόματα της Αικατερίνης Χατζηγεωργίου, του Ιωάννη Πίτσουλα και της ΒελίκαςΤράικου.
Τέσσερα χρόνια κράτησε ο ένοπλος Μακεδονικός Αγώνας. Έγιναν πολλές αιματηρές μάχες, συγκρούσεις και αναρίθμητοι υπήρξαν οι μάρτυρες και οι ήρωες. Τελικά το 1908 η επανάσταση των Νεοτούρκων, παράλληλα με την παραχώρηση Συντάγματος, έδωσε αμνηστία στους εμπολέμους και υποσχέθηκε ισονομία και ισοπολιτεία σε όλες τις εθνότητες του Οθωμανικού κράτους. Έτσι, οι μέχρι τότε αντίπαλοι, έδωσαν τα χέρια, ελπίζοντας πια σε ειρηνικές και ήρεμες μέρες.
Όμως οι Νεότουρκοι ακολούθησαν σκληρή εθνικιστική πολιτική, που τελικά οδήγησε στη σύναψη συμμαχίας ανάμεσα στους βαλκανικούς λαούς των Ελλήνων, Βουλγάρων, Σέρβων, και Μαυροβουνίων, οι οποίοι τον Οκτώβριο του 1912, κήρυξαν επιτέλους τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας.
Οι παλιοί Μακεδονομάχοι, οργανωμένοι σε σώματα προσκόπων, άνοιξαν τον δρόμο στον ελληνικό στρατό, ο οποίος με επικεφαλής τον διάδοχο τότε Κωνσταντίνο, ελευθέρωνε τη μια μετά την άλλη τις πόλεις της Μακεδονίας. Στις 26 Οκτωβρίου οι ελληνικές εμπροσθοφυλακές έμπαιναν θριαμβευτικά στη Θεσσαλονίκη.
Η συμμαχία όμως των βαλκανικών λαών δεν ήταν ιδιαίτερα ανθεκτική, καθώς εκ προοιμίου υπονομεύονταν από μίση αιώνων. Έγιναν αρκετά μεθοριακά επεισόδια και Έλληνες και Σέρβοι, βρέθηκαν ξανά αντιμέτωποι με τους Βουλγάρους. Ο ελληνικός στρατός μετά από αιματηρές και νικηφόρες μάχες στη γραμμή Κιλκίς-Λαχανά, ελευθέρωσε την ανατολική Μακεδονία, το καλοκαίρι του 1913, και προχώρησε βαθιά μέσα στο έδαφος της σημερινής Βουλγαρίας. Τελικά η ειρήνη αποκαταστάθηκε με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την οποία επιδικάστηκε στην Ελλάδα το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Μακεδονίας, ενώ οι βόρειες περιοχές της μοιράστηκαν ανάμεσα στη Σερβία και τη Βουλγαρία.
Με την
απελευθέρωση της Μακεδονίας, τυπικά, ο Μακεδονικός Αγώνας τελειώνει. Ουσιαστικά
συνεχίζεται, αφού και σήμερα οι προπαγανδιστές εις βάρος της Μακεδονίας μας
εντός και εκτός της χώρας μας οργιάζουν. Έγιναν ανταλλαγές πληθυσμών,
υπογράφτηκαν συνθήκες, τους Βουλγάρους τους συγχωρήσαμε και καλά κάναμε. Σήμερα
το παρελθόν δε σκιάζει τις σχέσεις μας. «Θα συγχωρούμε, αλλά δε θα ξεχνούμε. Θα
θυμόμαστε τι πάθαμε, για να μην το ξαναπάθουμε. Λαοί που ξέχασαν την ιστορία
τους, γράφει ο Τσόρτσιλ στα απομνημονεύματα του, αναγκάστηκαν να την
ξαναζήσουν. Αν ξεχάσουμε τον Μακεδονικό Αγώνα, μας περιμένουν καινούριες
θυσίες, καινούρια κρεμασμένα παλικάρια, κόκαλα, αίματα, ολοκαυτώματα. Θα
θυμόμαστε. Εχθροί μας η άγνοια, η αδιαφορία, ο εφησυχασμός, ο διχασμός. Έναν,
έναν αυτούς τους εχθρούς αν ως άτομα και έθνος τους κατανικήσουμε, η νίκη θα
είναι δική μας. Γιατί το δίκιο της Ιστορίας είναι με το μέρος
μας.
Τελειώνω με τους βαθυστόχαστους στίχους του Παλαμά: «Χρωστάμε και σ’
όσους ήρθαν, πέρασαν, θα ‘ρθούνε, θα περάσουν. Κριτές θα μας δικάσουν: οι
αγέννητοι, οι νεκροί». Θα περάσουμε κάποια στιγμή όλοι μας: Μακεδόνες και
πανέλληνες, λαός, κλήρος, πολιτικοί άρχοντες στρατός, μαθητές, δάσκαλοι από το νοητό δικαστήριο της Ιστορίας. Και
κριτές που θα μας δικάσουνε, θα ειν’ ο καπετάν- Αγρας, θα είναι ο καπετάν-
Παύλος Μελάς, ο Μίκης Ζέζας, που περίπου 100 χρόνια πριν, άφησε τα κόκαλα του
στη Μακεδονία, για να μείνει ελληνική.
Και θα μας ρωτήσουν: «Εμείς ήρθαμε από τα πέρατα της Ελλάδος και αφήσαμε αρραβώνα
λευτεριάς με τη Μακεδονία, τα κόκαλα μας στη Μακεδονία. Εσείς, τι κάνατε για
την ελευθερία της Μακεδονίας. Θα μας ρωτήσουν οι γενιές που θα ‘ρθουν μετά από
μας: «Εσείς βρήκατε μια ελεύθερη πατρίδα, χαρήκατε την ελευθερία, κάνατε και
κατάχρηση μερικές φορές. Εσείς, τι κάνατε για την ελευθερία της Μακεδονίας;»
Μακάρι τότε, όλοι μας, δάσκαλοι, μαθητές, πολιτικοί άρχοντες, λαός, κλήρος, στρατός, Μακεδόνες, πανέλληνες,
απόδημοι να μπορούμε με παρρησία να πούμε ό,τι είπε 100περίπου χρόνια πριν
τέτοιο καιρό στη Στάτιστα της Καστοριάς, ο Παύλος Μελάς ξεψυχώντας: «Το καθήκον
μας κάναμε για τη Μακεδονία».
Αγαπητοί µου συμπολίτες, Για όσους, έστω και στοιχειωδώς, γνωρίζουν τα γεγονότα, είναι ξεκαθαρισμένο, ότι η ιστορία της Μακεδονίας είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ιστορίας. Η μελέτη και η βαθιά γνώση της ιστορίας λοιπόν, η επαγρύπνηση και εγκατάλειψη του εφησυχασμού, αποτελούν σήμερα ασπίδα και δόρυ, τα πιο αποτελεσματικά όπλα, για την αντιμετώπιση κάθε ανιστόρητης επιβουλής εναντίον της Μακεδονίας µας από όποια πλευρά κι αν προέρχεται. Αιώνια τιμή και δόξα σ’ όλους αυτούς που αγωνίστηκαν για την Μακεδονία µας και πότισαν µε το αίμα τους τα αγιασμένα χώματά της.